Αθήνιππος

Αθήνιππος
Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος νομομαθής, που αναφέρεται σε επιγραφή του τέλους του 3ου αι. π.Χ. 2. Έλληνας γιατρός (1ος αι. π.Χ.). Ο Γαληνός τον αναφέρει ως εφευρέτη ενός φάρμακου των ματιών, που λεγόταν πάγχρηστον Αθηνίππιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἀθηνίππου — Ἀθήνιππος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀθηνίππων — Ἀθήνιππος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”